προαναγγελία

προαναγγελία
η, Ν
αναγγελία εκ τών προτέρων, προειδοποίηση («προαναγγελία θυελλωδών ανέμων»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαναγγέλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • OAED Vocational College shooting — Location Agios Ioannis Rentis, Athens, Greece Date Friday, April 10, 2009 Approximately 08:30 a.m.[1] (UTC+3) …   Wikipedia

  • προαγγελία — η, ΝΜΑ [προαγγέλλω] 1. η ενέργεια τού προαγγέλλω, αγγελία η οποία δίνεται από πριν για κάτι που πρόκειται να συμβεί στο μέλλον, προαναγγελία («προαγγελία καταιγίδας») 2. προφητεία, μαντεία νεοελλ. συνεκδ. αυτό που ανακοινώνεται από πριν, που… …   Dictionary of Greek

  • προαγγελτικός — ή, ό / προαγγελτικός, ή, όν, ΝΑ [προαγγέλλω] αυτός που έχει τη δύναμη ή την ιδιότητα να προαγγέλλει, προειδοποιητικός. επίρρ... προαγγελτικῶς Α με προαναγγελία, προειδοποιητικώς …   Dictionary of Greek

  • προεπάγγελσις — έλσεως, ἡ, Α [προεπαγγέλλω] η προαναγγελία …   Dictionary of Greek

  • προεπαγγελία — ἡ, Μ [προεπαγγέλλω] η προαναγγελία …   Dictionary of Greek

  • προκήρυξη — η / προκήρυξις, ύξεως, ΝΑ [προκηρύσσω] διακήρυξη, γνωστοποίηση μέσω κήρυκα, διαλάλημα, τελάλισμα νεοελλ. 1. επίσημη δημόσια προαναγγελία που αναφέρεται σε μελλοντική ενέργεια (α. «προκήρυξη δημοπρασίας» β. «προκήρυξη διαγωνισμού») 2. έντυπη… …   Dictionary of Greek

  • προσημείωση — η / προσημείωσις, ώσεως, ΝΜ [προσημειῶ] νεοελλ. 1. σημειώνω, αναγράφω κάτι εκ τών προτέρων 2. (νομ.) είδος ασφαλιστικού μέτρου τής πολιτικής δικονομίας, εγγραφή υποθήκης ύστερα από άδεια τού δικαστηρίου με την αναβλητή αίρεση τής τελεσίδικης… …   Dictionary of Greek

  • πρόκρουμα — ούματος, τὸ, Α [προκρούω] προανάκρουσμα, προαναγγελία …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Βιργίλιος — (Publius Vergilius Maro, Άνδεις [σημερινό Πιέτολε, κοντά στη Μάντοβα] 70 π.Χ. – Μπρίντιζι 19 π.Χ.).Λατίνος ποιητής, από τους κορυφαίους των ρωμαϊκών χρόνων. Ταπεινής καταγωγής, πήγε στο Μιλάνο για να σπουδάσει ρητορική και μετά στη Ρώμη, όπου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”